μυριόνεκρος

μυριόνεκρος
-η, -ο (ΑΜ μυριόνεκρος, -ον)
(για πόλεμο ή μάχη) αυτός κατά τον οποίο φονεύθηκαν πάρα πολύ άνθρωποι, πολύνεκρος
μσν.
φρ. «τάφος μυριόνεκρος» — αυτός στον οποίο τάφηκαν αναρίθμητοι νεκροί, Κ. Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)-* + νεκρός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μυριόνεκρος — μῡριόνεκρος , μυριόνεκρος where tens of thousands die masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυρι(ο)- — (ΑΜ μυριο ) πρώτο συνθετικό πάρα πολλών λέξεων τής Ελληνικής, ιδιαίτερα τής μεσαιωνικής περιόδου, που ανάγεται είτε στο επίθ. μυρίος «άφθονος, αναρίθμητος» είτε στο μύριος «αυτός που αριθμείται σε 10. 000» και δηλώνει ότι το β συνθετικό υπάρχει ή …   Dictionary of Greek

  • νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β …   Dictionary of Greek

  • μυριόνεκροι — μῡριόνεκροι , μυριόνεκρος where tens of thousands die masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”