- μυριόνεκρος
- -η, -ο (ΑΜ μυριόνεκρος, -ον)(για πόλεμο ή μάχη) αυτός κατά τον οποίο φονεύθηκαν πάρα πολύ άνθρωποι, πολύνεκροςμσν.φρ. «τάφος μυριόνεκρος» — αυτός στον οποίο τάφηκαν αναρίθμητοι νεκροί, Κ. Μανασσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)-* + νεκρός].
Dictionary of Greek. 2013.